- αἱματοποιητικός
- αἱμᾰτο-ποιητικός, ή, όν,A blood-making,
δύναμις τοῦ ἥπατος Gal.16.506
:—also [suff] αἱμᾰτο-ποιός, 7.213, Sch.E.Hec.90.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δύναμις τοῦ ἥπατος Gal.16.506
:—also [suff] αἱμᾰτο-ποιός, 7.213, Sch.E.Hec.90.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιματοποιητικός — ή, ό (Α αἱματοποιητικός, ή, όν) ο αιμοποιητικός* … Dictionary of Greek
αἱματοποιητικῆς — αἱματοποιητικός blood making fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματοποιητικῇ — αἱματοποιητικός blood making fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματοποιητική — αἱματοποιητικός blood making fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματοποιητικήν — αἱματοποιητικός blood making fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)